δωδεκαφθογγισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δωδεκαφθογγισμός αρσενικό
- μέθοδος μουσικής σύνθεσης που στοχεύει στην οργάνωση της ατονικότητας μέσω της χρήσης 12 φθόγγων του δυτικού συγκερασμένου μουσικού συστήματος.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δωδεκαφθογγισμός
|