δωρεοδόχο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δωρεοδόχο αρσενικό ή θηλυκό
- δωρεοδόχος, στην αιτιατική του ενικού