Μετάβαση στο περιεχόμενο

δωρισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δωρισμός οι δωρισμοί
      γενική του δωρισμού των δωρισμών
    αιτιατική τον δωρισμό τους δωρισμούς
     κλητική δωρισμέ δωρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δωρισμός <αγγλική Dorism < ελληνιστική κοινή δωρισμός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðo.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δωρισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δωρισμός αρσενικό

  1. (φιλολογία, γλωσσολογία) η χρήση χαρακτηριστικών τύπων και λέξεων της αρχαίας δωρικής διαλέκτου
  2. (στον πληθυντικό) «οι δωρισμοί» τα δωρικά χαρακτηριστικά αυτά καθαυτά
    παράδειγμα  Παραδείγματα δωρισμών αποτελούν: (στα αρχαία ελληνικά) το άλφα μακρόν (ᾱ) όπως ἀρετᾱ́ αντί για ήτα ἀρετή, (στα νέα ελληνικά) το κρητικό ξι όπως στη μορφή ρωτήξω αντί για ρωτήσω.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. δωρισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δωρισμός οἱ δωρισμοί
      γενική τοῦ δωρισμοῦ τῶν δωρισμῶν
      δοτική τῷ δωρισμ τοῖς δωρισμοῖς
    αιτιατική τὸν δωρισμόν τοὺς δωρισμούς
     κλητική ! δωρισμέ δωρισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δωρισμώ
γεν-δοτ τοῖν  δωρισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δωρισμός < δωρ- + -ισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δωρισμός αρσενικό

Αναφορές

[επεξεργασία]