δωροδοκήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωροδοκήσιμος η δωροδοκήσιμη το δωροδοκήσιμο
      γενική του δωροδοκήσιμου της δωροδοκήσιμης του δωροδοκήσιμου
    αιτιατική τον δωροδοκήσιμο τη δωροδοκήσιμη το δωροδοκήσιμο
     κλητική δωροδοκήσιμε δωροδοκήσιμη δωροδοκήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωροδοκήσιμοι οι δωροδοκήσιμες τα δωροδοκήσιμα
      γενική των δωροδοκήσιμων των δωροδοκήσιμων των δωροδοκήσιμων
    αιτιατική τους δωροδοκήσιμους τις δωροδοκήσιμες τα δωροδοκήσιμα
     κλητική δωροδοκήσιμοι δωροδοκήσιμες δωροδοκήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δωροδοκήσιμος < δωροδοκώ

Επίθετο[επεξεργασία]

δωροδοκήσιμος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]