δωρολήπτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δωρολήπτρια < δωρολήπτης + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δωρολήπτρια θηλυκό
- θηλυκό του δωρολήπτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δωρολήπτρια
|