δόγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δόγμα τα δόγματα
      γενική του δόγματος των δογμάτων
    αιτιατική το δόγμα τα δόγματα
     κλητική δόγμα δόγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δόγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δόγμα < δοκέω, δοκῶ[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δόγμα ουδέτερο

  1. μια θεμελιώδης αρχή ενός φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συστήματος
  2. (θρησκεία) το σύνολο των δοξασιών μιας θρησκευτικής πίστης, το οποίο οι οπαδοί της αποδέχονται ως αληθινό και αναμφισβήτητο
    • (εκκλησιαστικός όρος) η απόφαση που λαμβάνεται σε θέματα πίστης και η οποία γίνεται γενικά παραδεκτή από το σύνολο των πιστών
  3. (πολιτική) η θεμελιώδης καταστατική αρχή ενός πολιτικού κόμματος ή παράταξης.

Συγγενικά[επεξεργασία]

(καθαρεύουσα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]