δόκιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δόκιμος | οι | δόκιμοι |
γενική | του | δοκίμου & δόκιμου |
των | δοκίμων & δόκιμων |
αιτιατική | τον | δόκιμο | τους | δοκίμους & δόκιμους |
κλητική | δόκιμε | δόκιμοι | ||
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δόκιμος < αρχαία ελληνική δόκιμος < δοκέω, -ῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
δόκιμος αρσενικό, δόκιμη θηλυκό, δόκιμο ουδέτερο
- που περνά από ένα δοκιμαστικό στάδιο πριν αποκτήσει τα πλήρη προνόμια και υποχρεώσεις της θέσης του
- οι δόκιμοι αξιωματικοί
- δόκιμος μοναχός
- δόκιμος δημόσιος υπάλληλος
- βλέπε και μαθητευόμενος
- που έχει δοκιμαστεί, που έχει αποδείξει τις ικανότητές του
- (για λέξεις και φράσεις) αποδεκτός επειδή έχει χρησιμοποιηθεί από αναγνωρισμένους συγγραφείς
- (πληροφορική) βεβαιωμένης υποστατότητας (πχ. κόμβος που όντως διασυνδέει υπερπληροφορία [υπερκείμενα, υπερμέσα κτλ.])
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δόκιμος αρσενικό (πληθυντικός : δόκιμοι)
- ο δόκιμος αξιωματικός: έφεδρος που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία περνώντας από ένα δοκιμαστικό στάδιο πριν πάρει το βαθμό του ανθυπολοχαγού
- ο καινούριος δόκιμος τοποθετήθηκε στο 3ο Γραφείο
- (θρησκεία) λαϊκός που περνά κάποιο διάστημα δοκιμαζόμενος, προκειμένου να ενταχθεί μόνιμα ως μοναχός σε μια μοναστική κοινότητα
- θηλυκό: δόκιμη