δόλιχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δόλιχος οι δόλιχοι
      γενική του δόλιχου
δολίχου
των δόλιχων
δολίχων
    αιτιατική τον δόλιχο τους δόλιχους
δολίχους
     κλητική δόλιχε δόλιχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δόλιχος < αρχαία ελληνική δόλιχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dl̥h₁gʰós (μακρύς)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δόλιχος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]