δόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δόλος | οι | δόλοι |
γενική | του | δόλου | των | δόλων |
αιτιατική | τον | δόλο | τους | δόλους |
κλητική | δόλε | δόλοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δόλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δόλος (δόλωμα, απάτη) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈðo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δό‐λος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δόλος αρσενικό
- τρόπος ή μέσο εξαπάτησης ή παραπλάνησης κάποιου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- πιβουλιά (διαλεκτικό)
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
δολ-
δολ-
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δόλος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | δόλος | δόλω | δόλοι |
Γενική | δόλου | δόλοιν | δόλων |
Δοτική | δόλῳ | δόλοιν | δόλοις |
Αιτιατική | δόλον | δόλω | δόλους |
Κλητική | δόλε | δόλω | δόλοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δόλος < θέμα δολ-, πιθανόν σχετίζεται με τη λατινική dolus → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δόλος αρσενικό
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
δολ-
δολ-
- ἀδολίευτος
- ἄδολος
- δολερός
- δόλευμα
- δολία
- δολιεύομαι
- δολιόβουλος
- δολιόφρων
- δολιόγνωμος
- δολιομήτης
- δολιόμητις
- δολιόμυθος
- δολιόπους
- δόλιος
- δολιότης
- δολιότροπος
- δολιόω
- δολόεις
- δολοεργής
- δολοφονέω
- δολοφόνησις
- δολοφονία
- δολοφόνος
- δολοφραδής
- δολοφράδμων
- δολοφρονέων
- δολοφροσύνη
- δολόφρων
- δολοκτασία
- δολομήδης
- δολομήτης
- δολόμητις
- δολομήχανος
- δολόμυθος
- δολοπεύω
- δολοπλανής
- δολοπλοκία
- δολοπλόκος
- δολοποιός
- δολορραφέω
- δολορραφής
- δολορραφία
- δολόρραφος
- δολορράφος
- δολοσχερής
- δολόω
- δόλοψ
- δόλωμα
- δόλων
- δολωνικός
- δολῶπις
- δόλωσις
Πηγές[επεξεργασία]
- «δόλος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «δόλος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ «δόλος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Όμηρο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)