δόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δόμηση | οι | δομήσεις |
γενική | της | δόμησης* | των | δομήσεων |
αιτιατική | τη | δόμηση | τις | δομήσεις |
κλητική | δόμηση | δομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δόμηση < (ελληνιστική κοινή) δόμησις < δομέω < αρχαία ελληνική δόμος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δόμηση θηλυκό
- το χτίσιμο, η ανέγερση κτηρίων
- του έβαλαν πρόστιμο για παραβίαση των όρων δόμησης
- η κατασκευή ενός δομημένου συνόλου
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δόμηση