δόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δόμος | οι | δόμοι |
γενική | του | δόμου | των | δόμων |
αιτιατική | τον | δόμο | τους | δόμους |
κλητική | δόμε | δόμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δόμος < αρχαία ελληνική δόμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dṓm (οίκος, δόμος) < *demh₂- (κτίζω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δόμος αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) τεχνική στρώση από πέτρες, πλάκες ή πλίνθους στην τοιχοποιία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δόμος
|