δόντι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δόντι | τα | δόντια |
γενική | του | δοντιού | των | δοντιών |
αιτιατική | το | δόντι | τα | δόντια |
κλητική | δόντι | δόντια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δόντι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δόντιον < αρχαία ελληνική ὀδόντιον < υποκοριστικό του ὀδούς < πρωτοελληνική *odónts < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃dónts (δόντι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈðon.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δό‐ντι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δόντι ουδέτερο
- (ανατομία) καθένα από τα οστά της κοιλότητας του στόματος των ανθρώπων, αλλά και των θηλαστικών γενικότερα, τα οποία φυτρώνουν στις σιαγόνες και χρησιμεύουν κυρίως στον τεμαχισμό και το μάσημα της τροφής
- αιχμηρή και συνήθως σκληρή προεξοχή αντικειμένου, το οδόντωμα
- (μεταφορικά) το μέσο άσκησης επιρροής
- ↪ έχει δόντι
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ελεφαντόδοντο
- ενδοδοντία
- κυνόδοντας
- πονόδοντος
- χαυλιόδοντας
- → δείτε τη λέξη οδοντο-
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δείχνω τα δόντια: απειλώ, φοβερίζω
- έξω απ' τα δόντια: χωρίς υπεκφυγές, απερίφραστα
- οπλισμένος μέχρι τα δόντια : βαριά οπλισμένος
- τρίζω τα δόντια: απειλώ, φοβερίζω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
δόντι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δόντι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)