δόρυ παλτόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δόρυ παλτόν

→ δείτε τη λέξη παλτόν

Έκφραση[επεξεργασία]

δόρυ παλτόν ουδέτερο

  1. (οπλισμός) το δόρυ με το οποίο πλήττεται στόχος από μεγάλη απόσταση
  2. το ελαφρύ δόρυ, το ακόντιο, που χρησιμοποιούσαν οι ακοντιστές

Αντώνυμα[επεξεργασία]