Μετάβαση στο περιεχόμενο

δός

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

δός

  • β΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος δίδωμι
 δείτε τη λέξη  δίδωμι