δόση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δόση | οι | δόσεις |
γενική | της | δόσης* | των | δόσεων |
αιτιατική | τη | δόση | τις | δόσεις |
κλητική | δόση | δόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δόση < στη σημασίαδόσιμο, κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική δόσις → δείτε τη λέξη δίδωμι
- σε άλλες σημασίες: < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δόις και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dose[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈðo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δό‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δόση θηλυκό
- (οικονομία) καθένα από τα τμήματα της τμηματικής απόδοσης ενός συνόλου (ποσού, οφειλής κ.λπ.)
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε δίνεται ή γίνεται σταδιακά, σε μικρότερα τμήματα
- (ειδικότερα) η ορισμένη ποσότητα από κάποιο φάρμακο που πρέπει να λάβει ένας ασθενής
- (ειδικότερα) η ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας που λαμβάνει κάποιος χρήστης ναρκωτικών
- (ειδικότερα) η ποσότητα ενός υλικού που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στη μαγειρική ή ζαχαροπλαστική
[επεξεργασία]
- δοσάς
- δοσατζής, δοσατζού
- -δοσία
- δοσιμετρία
- δοσίμετρο
- δόσιμο
- δοσοληψία
- δοσολογία
- δοσομετρητής
- → και δείτε τη λέξη δίνω
Σύνθετα[επεξεργασία]
Σύνθετα με το δόση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δόση
|
[επεξεργασία]
- ↑ δόση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δόση θηλυκό
- άλλη μορφή του δόσις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)