δόσης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δόσης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

δόσης θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]