δόσιμον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δόσιμον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δόσιμος (ελληνιστική κοινή). Μορφολογικά αναλύεται σε (δίδω) δοσ- + -ιμον.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δόσιμον ουδέτερο ή δόσιμο
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- δοσίματα (πληθυντικός)
Συγγενικά[επεξεργασία]
με το δόσιμος |
→ και δείτε τη λέξη δίδω
Πηγές[επεξεργασία]
- δόσιμον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δόσιμον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].