δύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δύνη | οι | δύνες |
γενική | της | δύνης | των | δυνών |
αιτιατική | τη | δύνη | τις | δύνες |
κλητική | δύνη | δύνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δύνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dyne < dyname < αρχαία ελληνική δύναμις
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δύνη θηλυκό
- (φυσική) μονάδα που μετρά τη δύναμη που ασκείται σ’ ένα σώμα και το επιταχύνει ένα εκατοστό ανά δευτερόλεπτο εις το τετράγωνο (=1 cm/sec2)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δύναμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)