δύνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δύνομαι < ελληνιστική κοινή δύνομαι < αρχαία ελληνική δύναμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
δύνομαι
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του δύναμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δύνομαι
|