δύσμορφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δύσμορφος η δύσμορφη το δύσμορφο
      γενική του δύσμορφου της δύσμορφης του δύσμορφου
    αιτιατική τον δύσμορφο τη δύσμορφη το δύσμορφο
     κλητική δύσμορφε δύσμορφη δύσμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δύσμορφοι οι δύσμορφες τα δύσμορφα
      γενική των δύσμορφων των δύσμορφων των δύσμορφων
    αιτιατική τους δύσμορφους τις δύσμορφες τα δύσμορφα
     κλητική δύσμορφοι δύσμορφες δύσμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δύσμορφος < αρχαία ελληνική δύσμορφος < δυσ- + μορφή

Επίθετο[επεξεργασία]

δύσμορφος, -η/-ος, -ο

  1. (ιατρική) που αποκλίνει ως προς την εξωτερική όψη από ό,τι θεωρείται φυσιολογικό είτε εκ γενετής ή κατόπιν ατυχήματος, κακοσχηματισμένος ή παραμορφωμένος
    παραμένει στην θέση του εγκαύματος δύσμορφη υπερτροφική ουλή
    δύσμορφα ερυθρά αιμοσφαίρια
  2. άσχημος, δυσάρεστος στην όψη
    Οι Λαπίθες απεικονίζονται ιδεαλιστικά, με έμφαση στο ήθος και στο κάλλος, σε αντίθεση με τους Κενταύρους, που είναι αποκρουστικοί και δύσμορφοι. (από το δικτυακό τόπο του Υπουργείου Πολιτισμού)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]