δώδεκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δώδεκα < από το δύο και το δέκα.
Αριθμητικό[επεξεργασία]
δώδεκα
- το απόλυτο αριθμητικό (12) που ακολουθεί το έντεκα και προηγείται του δεκατρία
- ποσότητα δέκα και δύο μονάδων
- μεσημέρι ή μεσάνυχτα
- ακριβώς στις δώδεκα την νύχτα
[επεξεργασία]
αριθμητικά | |
απόλυτο: | δώδεκα |
ψηφίο: | δωδεκάρι |
τακτικό: | δωδέκατος |
πολλαπλασιαστικό: | δωδεκαπλός |
αναλογικό: | δωδεκαπλάσιος |
περιληπτικό: | δωδεκάδα, δωδεκαριά |
επίρρημα: | δωδεκάκις |
πρόθημα: | δωδεκα- |
χρονικά | |
λεπτά: | δωδεκάλεπτο |
ώρες: | δωδεκάωρο |
ημέρες: | δωδεκαήμερο |
μήνες: | δωδεκάμηνο |
έτη: | δωδεκαετία |
διάρκεια: | δωδεκαετής, δωδεκαετές - δωδεκάχρονος, δωδεκάχρονη, δωδεκάχρονο |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δώδεκα
|