δῶμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δῶμα < δέμω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δῶμα ουδέτερο

  1. σπίτι, κατοικία θεών ή ανθρώπων
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 15
    ὣς οἱ μὲν δαίνυντο καθ' ὑψερεφὲς μέγα δῶμα | γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου κυδαλίμοιο, | τερπόμενοι·
    Ἔτσι μὲς στὸ πεντάψηλο ξεφάντωναν παλάτι | ὅλ' οἱ γειτόνοι κι οἱ δικοὶ τοῦ δοξαστοῦ Μενέλαου, | καὶ γλέντιζαν
    Μετάφραση (1900): Αργύρης Εφταλιώτης δ 10
    ※  5ος πκε αιώνας Πίνδαρος, Νεμεονίκαις, ΘΕΑΙῼ ΑΡΓΕΙῼ ΠΑΛΑΙΣΤῌ, 10.2-10.4
    Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖ- | τε· φλέγεται δ᾽ ἀρεταῖς | μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν.
    υμνείτε το Άργος, τη θεόπρεπη της Ήρας έδρα, | που φλέγεται με δόξες άμετρες | για τα παντότολμά του τα έργα.
    Μετάφραση (1937): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
  2. το κεντρικό δωμάτιο του μεγάρου, εκεί που βρισκόταν η εστία
  3. νοικοκυριό

Συγγενικά

[επεξεργασία]