δῶρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δῶρον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δῶρον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δῶρον ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
δωρο- 

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δῶρον τὰ δῶρ
      γενική τοῦ δώρου τῶν δώρων
      δοτική τῷ δώρ τοῖς δώροις
δώροισι(ν)
    αιτιατική τὸ δῶρον τὰ δῶρ
     κλητική ! δῶρον δῶρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δώρω
γεν-δοτ τοῖν  δώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

δῶρον, ήδη μυκηναϊκή 𐀈𐀨 (do-ra, δώρα) < δω- δίδωμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deh₃- (δίνω) [1] με πρόσφυμα *deh₃-ro- [2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δῶρον ουδέτερο

  1. δωρεά, χάρισμα
  2. δώρο (τιμητικό)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
δωρο- 

Δείτε και #Ετυμολογία 2 και το ρήμα δίδωμι

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

δῶρον < λείπει η ετυμολογία Κατά τον Beekes, δε συνδέεται με το δῶρον (δώρο). [2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δῶρον ουδέτερο

Σύνθετα[επεξεργασία]

-δωρος με σημασία απόστασης, όπως

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. δώρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. 2,0 2,1 δῶρον σελ. 363 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]