είμαι στην τσέτουλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈime stin‿ˈd͡zetula/ & /ˈime sti‿ˈd͡zetula/
Έκφραση[επεξεργασία]
είμαι στην τσέτουλα
- (αργκό) περνάω πολύ φτωχικά, με στερήσεις
- ↪ Απ' τον καιρό της οικονομικής κρίσης, είναι στη τσέτουλα.
- → δείτε και μένω τσέτουλα και μένω ταπί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζω σε συνθήκες φτώχειας και στερήσεων
|
Πηγές[επεξεργασία]
- είμαι στην τσέτουλα pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'είμαι στην τσέτουλα'.