είσπλους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | είσπλους | οι | είσπλοι |
γενική | του | είσπλου | των | είσπλων |
αιτιατική | τον | είσπλου & είσπλουν |
τους | είσπλους |
κλητική | είσπλου | είσπλοι | ||
Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση. | ||||
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- είσπλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἴσπλους (εἴσπλοος) < εἰς + πλοῦς (πλόος). Συγχρονικά αναλύεται σε είσ- + πλους
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
είσπλους αρσενικό
- (ναυτικός όρος, λόγιο) εισερχόμενος πλους σε κάποια προασπισμένη περιοχή, π.χ. όρμο, λιμάνι, δίαυλο, κ.λπ.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
είσπλους
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
είσπλους αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'απόπλους' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα είσ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)