εαυτοσκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εαυτοσκοπία θηλυκό
- αντιληπτική διαταραχή κατά την οποία κάποιος θεωρεί πως βλέπει τον εαυτό του σαν να είναι έξω απ’ αυτόν, έξω από το σώμα του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εαυτοσκοπία
|