εβίβα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εβίβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική evviva < vivere < λατινική vivo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeih₃w-
Επιφώνημα
[επεξεργασία]εβίβα
- εις υγείαν, στην υγειά σας (ευχή πρόποσης)
- ζήτω, να ζήσετε (επευφημία) αλλά και ειρωνικά: "εβίβα του κορόιδου".