εβδομαδιαίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

εβδομαδιαίο

  1. εβδομαδιαίος, στην αιτιατική του ενικού

εβδομαδιαίο, ουδέτερο του εβδομαδιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού