εβδομαδιαίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εβδομαδιαίο
- εβδομαδιαίος, στην αιτιατική του ενικού
εβδομαδιαίο, ουδέτερο του εβδομαδιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού