εβδομαδιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εβδομαδιαίος < από το εβδομάδα.
Επίθετο
[επεξεργασία]εβδομαδιαίος, εβδομαδιαία, εβδομαδιαίο
- Που διαρκεί μια εβδομάδα.
- Που επαναλαμβάνεται κάθε εβδομάδα.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εβδομάδα και βδομάδα
- βδομαδιάτικος