εβδομηντάρης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εβδομηντάρης αρσενικό (θηλυκό εβδομηντάρα)
- άνθρωπος ηλικίας περίπου εβδομήντα ετών
- ※ Και το' χε, Θεέ μου , ένας τσιφούτης ... ο Θεός να σε φυλάει. Σχεδόν εβδομηντάρης, σπαγκοραμμένος, κι άκληρος παντελώς το φαντάζεσαι; Να' χε παιδιά, αγγόνια ... να πω, τέλος πάντων ... (Γωγώ Ατζολετάκη, Η φίλη σου Ροζαλία, εκδ. Ιωλκός, 2015, σελ. 457)
Συγγενικά
[επεξεργασία]δεκάρης εικοσάρης τριαντάρης σαραντάρης πενηντάρης εξηντάρης εβδομηντάρης ογδοντάρης ενενηντάρης κατοστάρης / εκατοστάρης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εβδομηντάρης
|