εγένετο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈʝe.ne.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γέ‐νε‐το
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγένετο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγένετο < γ' πρόσωπο ενικού του μέσου αορίστου ἐγενόμηντου ρήματος γίγνομαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εγένετο