εγγονός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εγγονός | οι | εγγονοί |
γενική | του | εγγονού | των | εγγονών |
αιτιατική | τον | εγγονό | τους | εγγονούς |
κλητική | εγγονέ | εγγονοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγγονός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔγγονος < ἔκγονος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eŋ.goˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐γο‐νός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγγονός αρσενικό (θηλυκό εγγονή και εγγόνα)
- (οικογένεια) ο γιος του παιδιού κάποιου