εγγράμματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγγράμματος < (ελληνιστική κοινή) ἐγγράμματος
Επίθετο
[επεξεργασία]εγγράμματος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που γνωρίζει ανάγνωση και γραφή
- (για πρόσωπο) μορφωμένος