εγγυημένο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eŋ.ɟi.iˈme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐γυ‐η‐μέ‐νο
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
εγγυημένο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του εγγυημένος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εγγυημένος