εγγυοδοσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγγυοδοσία | οι | εγγυοδοσίες |
γενική | της | εγγυοδοσίας | — | |
αιτιατική | την | εγγυοδοσία | τις | εγγυοδοσίες |
κλητική | εγγυοδοσία | εγγυοδοσίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγγυοδοσία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εγγυοδότης, εγγύηση και δίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγγυοδοσία
|