εγκάθετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκάθετος < αρχαία ελληνική ἐγκάθετος
Επίθετο[επεξεργασία]
εγκάθετος, -η, -ο
- που σκόπιμα τοποθετείται κάπου, εκτελώντας πιστά συγκεκριμένες εντολές, συνήθως για την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία πολιτικών προσώπων
- Τραμπουκισμοί από εγκαθέτους του κόμματος.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκάθετος
|