εγκαθίδρυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκαθίδρυμα < εγκαθιδρύω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγκαθίδρυμα ουδέτερο
- ίδρυμα - θεσμός (χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την εκκλησία)
- Η Εκκλησία ως Ιερό Εγκαθίδρυμα έχει υποχρέωση να... Διδακτορική διατριβή Αρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη, Ηράκλειο 2003
- η «ιερά Μονή του Σινά», το ιουστινιάνειον τούτο εγκαθίδρυμα Περικλής Γρηγοριάδης, Η ιερά Μονή του Σινά, 1875
- φαίνεται ότι το μοναστικό εγκαθίδρυμα ήταν σε χρήση ως τον 13ο αι. Ιστορία - Θρακικός Ηλεκτρονικός Θησαυρός - Τουρισμός
- (αλλά όχι μόνο για να περιγράψει την εκκλησία)
- η εντολή της δεν αναφέρεται στην βιομηχανία αλλά, απλώς, στο μελλοντικό «εγκαθίδρυμα του Crédit Μobilier» Ιστορία του Ελληνικού κράτους: 1830-1920, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας, 2009
- αποδεικνύει ότι αποτελεί πολιτειακόν εγκαθίδρυμα συστηματικώς διακείμενου επί τών φυσικών νόμων, και όχι συνονθύλευμα επινοημάτων Φιλοσοφικό Αθήναιον «Εκατηβόλος»
- εγκαθίδρυμα λουτρικής διαδικασίας που φιλοξενεί εγκαταστάσεις της λουτροθεραπείας, χώρους. κοινωνικής συνεύρεσης και ψυχαγωγίας Οι λουτροπόλεις του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκαθίδρυμα
|