εγκαθίδρυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκαθίδρυση οι εγκαθιδρύσεις
      γενική της εγκαθίδρυσης* των εγκαθιδρύσεων
    αιτιατική την εγκαθίδρυση τις εγκαθιδρύσεις
     κλητική εγκαθίδρυση εγκαθιδρύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαθιδρύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγκαθίδρυση < εγκαθιδρύω + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εγκαθίδρυση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]