εγκαθιδρύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγκαθιδρύω < αρχαία ελληνική ἐγκαθιδρύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ériger)

Ρήμα[επεξεργασία]

εγκαθιδρύω (παθητική φωνή: εγκαθιδρύομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]