εγκαρδίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκαρδίως < αρχαία ελληνική ἐγκαρδίως
Επίρρημα[επεξεργασία]
εγκαρδίως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκαρδίως
|
Δείτε επίσης : ἐγκαρδίως |
εγκαρδίως
|