εγκεφαλικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκεφαλικότητα < εγκεφαλικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγκεφαλικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος εγκεφαλικός, η ιδιότητα του εγκεφαλικού, η κυριαρχία της λογικής και η παράλληλη έλλειψη συναισθήματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκεφαλικότητα