εγκεφαλομυελίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκεφαλομυελίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική encéphalomyélite < αρχαία ελληνική ἐγκέφαλος + μυελός + επίθημα -ίτιδα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /en.ɟe.fa.lo.mi.eˈli.ti.ða/
- συλλαβισμός : ε‐γκε‐φα‐λο‐μυ‐ε‐λί‐τι‐δα
- παλαιός συλλαβισμός : εγ‐κε‐φα‐λο‐μυ‐ε‐λί‐τι‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγκεφαλομυελίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) μια φλεγμονώδης πάθηση του εγκεφάλου που προσβάλλει και το νωτιαίο μυελό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκεφαλομυελίτιδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)