εγκλέζικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκλέζικος η εγκλέζικη το εγκλέζικο
      γενική του εγκλέζικου της εγκλέζικης του εγκλέζικου
    αιτιατική τον εγκλέζικο την εγκλέζικη το εγκλέζικο
     κλητική εγκλέζικε εγκλέζικη εγκλέζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκλέζικοι οι εγκλέζικες τα εγκλέζικα
      γενική των εγκλέζικων των εγκλέζικων των εγκλέζικων
    αιτιατική τους εγκλέζικους τις εγκλέζικες τα εγκλέζικα
     κλητική εγκλέζικοι εγκλέζικες εγκλέζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

εγκλέζικος, -η -ο

  • (λαϊκότροπο, παρωχημένο) άλλη γραφή του εγγλέζικος
    ※  1686 [...] Σεπτεμβρίου 16, ήρθανε δύο καράβια Εγκλέζικα από τη Βενετία και είπανε πώς επήρεν την Πούντα ο ιμπερατόρος
    «Χρονικόν Μάτεση» σελίδα 209 στο Σάθας, Κωνσταντίνος * (επιμ.) (1867) Ελληνικά Ανέκδοτα περισυναχθέντα και εκδιδόμενα κατ' έγκρισιν της Βουλής, τόμος 1ος: Κορωναίος, Τζάνες. «Μπούα ανδραγαθήματα». Παράρτημα ελληνικών ανεκδότων: Σουμάκης, Άντζολος. «Ρεμπέλιον Ποπολάρων». Μάτεσης. «Ημερολόγιον». Αθήνησι: Τύποις του Φωτός. ΣτΕ: Μεταγραφή από πολυτονικό.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]