εγκλιτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκλιτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εγκλιτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγκλιτικό ουδέτερο
- λέξη που παθαίνει έγκλιση τόνου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εγκλιτικό
- αιτιατική ενικού του εγκλιτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εγκλιτικός