εγκλωβισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκλωβισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκλωβίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]εγκλωβισμένος, -η, -ο
- που έχει εγκλωβιστεί, που είναι αποκλεισμένος ή περιορισμένος σε ένα στενό χώρο και δεν έχει έξοδο διαφυγής
- (στο χρηματιστήριο) ο επενδυτής που αγόρασε μετοχές σε υψηλή τιμή σε μια περίοδο γρήγορης ανόδου του χρηματιστηρίου και, μην έχοντας προλάβει να εξαργυρώσει τα τυχόντα κέρδη του, δεν μπορεί να τις μεταβιβάσει λόγω της επακόλουθης ραγδαίας πτώσης των τιμών