εγκολλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγκολλώ < ελληνιστική κοινή ἐγκολλάω / ἐγκολλῶ < αρχαία ελληνική ἐν + κολλάω / κολλῶ < κόλλα

Ρήμα[επεξεργασία]

εγκολλώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]