εγκοπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκοπή | οι | εγκοπές |
γενική | της | εγκοπής | των | εγκοπών |
αιτιατική | την | εγκοπή | τις | εγκοπές |
κλητική | εγκοπή | εγκοπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκοπή < ελληνιστική κοινή ἐγκοπή < ἐγκόπτω < ἐν + κόπτω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγκοπή θηλυκό