εγκριμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκριμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκρίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
εγκριμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εγκεκριμένος