εγκυκλοπαιδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκυκλοπαιδισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική encyclopédisme < encyclopédie (εγκυκλοπαίδεια) + -isme (-ισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγκυκλοπαιδισμός αρσενικό
- προσπάθεια (με ενέργειες που ενέχουν το στοιχείο της υπερβολής) απόκτησης εγκυκλοπαιδικών γνώσεων και επιδεικτικής προβολής τους
- η συστηματική προσπάθεια συγκέντρωσης επιστημονικών ή άλλων γνώσεων σε κάποιον ή κάποιους τομείς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εγκυκλοπαιδιστής
- → δείτε τις λέξεις εγκυκλοπαίδεια, κύκλος και παιδί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκυκλοπαιδισμός