Μετάβαση στο περιεχόμενο

εγκυμοσύνη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκυμοσύνη οι εγκυμοσύνες
      γενική της εγκυμοσύνης των εγκυμοσυνών
    αιτιατική την εγκυμοσύνη τις εγκυμοσύνες
     κλητική εγκυμοσύνη εγκυμοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εγκυμοσύνη < αρχαία ελληνική ἐγκύμων (επίθετο, έγκυος < ἐγκυμονῶ) + -οσύνη[1] < ἐν (εγ-) + κῦμα (στη σημασία «έμβρυο, κύημα»)[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eŋ.ɟi.moˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκυμοσύνη
παλιότερος συλλαβισμός: εγκυμοσύνη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εγκυμοσύνη θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. εγκυμοσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. εγκυμονώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.